χαρτοπέτασμα

χαρτοπέτασμα
το, Ν
1. το χαρτί τής ταπετσαρίας
2. συνεκδ. η ταπετσαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + πέτασμα «καθετί το απλωμένο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”